Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: Με ποιό τρόπο πρέπει να πολεμά ο χριστιανός




Με ποιο τρόπο ξηµερώνοντας πρέπει να βγαίνει στη μάχη το πρωί ο στρατιώτης του Χριστού για να πολεµά

από το βιβλίο :


 Αφού ξυπνήσεις το πρωί και προσευχηθείς αρκετή ώρα λέγοντας, Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν µε, το πρώτο πράγµα που πρέπει να σκεφθείς είναι αυτό:

το να νοµίσης ότι βλέπεις τον εαυτό σου κλεισµένο µέσα σε ένα τόπο και στάδιο*, το οποίο δεν είναι άλλο, παρά η ίδια σου καρδιά και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος· µε αυτόν το νόµο, ότι όποιος εκεί δεν πολεµήσει, θα μένει για πάντα πεθαµένος· και µέσα σε αυτό φαντάσου πως βλέπεις µπροστά σου εκείνο τον εχθρό και εκείνη την κακή σου επιθυµία, την οποία αποφάσισες να πολεµήσεις και είσαι έτοιµος να πληγωθείς και να πεθάνεις, αρκεί µόνο να την νικήσεις.

Και από µεν το δεξιό µέρος του σταδίου, πίστεψε πως βλέπεις τον νικηφόρο σου Αρχιστράτηγο, τον Κύριο µας Ιησού Χριστό µε την Παναγία του Μητέρα και µε πολλά τάγµατα Αγγέλων και Αγίων και µάλιστα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ· και από την αριστερή πλευρά, ότι βλέπεις τον υπόγειο διάβολο µε τους δικούς του δαίµονες, για να ξεσηκώσουν το πάθος εκείνο και την κακή επιθυµία καταπάνω σου, και να σε παρακινήσουν να εγκαταλείψεις τον πόλεµο και να υποταχθείς σε αυτό· φαντάσου και πως ακούς µία φωνή, σαν από τον φύλακά σου Άγγελό, να σου λέει τα εξής:

Εσύ σήµερα θα πολεµήσεις εναντίον αυτού του πάθους και των άλλων σου εχθρών· η καρδιά σου ας µη δειλιάσει πλήρως και αποφύγεις τον πόλεµον για τον φόβο ή άλλο περιορισµό µε κανένα τρόπο· διότι ο Κύριος µας και Αρχιστράτηγός µας Ιησούς στέκεται εδώ περιτριγυρισµένος µαζί µε όλους τους χιλιάρχους και εκατοντάρχους του, δηλαδή µε όλα του τα δοξασµένα τάγµατα, για να πολεµήσει όλους τους εχθρούς σου και να µη τους αφήσει να σε καταπισέσουν ή να σε νικήσουν

«Ο Κύριος θα πολεµήσει για σας» (Εξοδ. 14,14).

Οπότε, στάσου σταθερός, βίασε τον εαυτό σου, υπόµεινε τον πόνο που θα θέλεις να αισθανθείς κάποια φορά, φώναζε πολλές φορές από τα σπλάγχνα της καρδιάς σου· «µη µε παραδώσεις στη βουλιµία των εχθρών µου» (Ψαλµ. 26,18). Φώναζε τον Κύριό σου και την Παρθένο και όλους τους Αγίους και τις Αγίες· και θα νικήσεις οπωσδήποτε· γιατί λέει· «Σας γράφω νέοι µου για να σας βεβαιώσω ότι έχετε νικήσει τον πονηρό» (Ιωάν. α' 2,13).
 

 

Και αν εσύ είσαι αδύνατος και κακοµαθηµένος, ενώ οι εχθροί σου είναι δυνατοί και πολλοί, πολύ περισσότερες είναι οι βοήθειες εκείνου που σε έπλασε και σε λύτρωσε και ασύγκριτα δυνατώτερος είναι ο Θεός στον πόλεµον αυτόν, όπως γράφτηκε· «Ο Κύριός σου είναι κραταιός και δυνατός στον πόλεµο» (Ψαλµ. 23,8).

Και περισσότερο πόθο έχει Αυτός για να σε σώσει, παρά αυτόν που έχει ο εχθρός για να σε καταστρέψει. Γι' αυτό πολέµα και µη βαρεθείς ποτέ σου τον κόπο. Γιατί από τον κόπο και από την βία και την δοκιµασία, που αισθάνεσαι για την συνήθεια που έδειξες στο κακό, γεννάται η νίκη και ο µεγάλος θησαυρός, µε τον οποίο αγοράζεται η βασιλεία των ουρανών και ενώνεται η ψυχή για πάντα µε το Θεό.

Λοιπόν άρχισε στο όνοµα του Θεού να πολεµάς µε τα οχήµατα της απιστίας στον εαυτό σου και της ελπίδας και του θάρρους στο Θεό σου, µε την προσευχή και µε την εκγύµνασι· µάλιστα δε µε το όχηµα της καρδιακής και νοερής προσευχής, το οποίο είναι το· Κύριε, Ιησού Χριστέ, όνοµα τόσο φοβερό, που σαν µαχαίρι µε δύο στόµατα στρέφεται µέσα στη καρδιά, µασάει και κατακόβει τους δαίµονες και τα πάθη· γι' αυτό σχετικά είπε ο Ιωάννης της Κλίµακας. «Ιησού ονόµατι, µάστιζε πολεµίους»· για το οποίο µιλάµε ξεχωριστά στο µε΄ κεφάλαιο.

Με αυτά, λέω, πολεµάει εκείνο τον εχθρό και εκείνο το πάθος και την κακή επιθυµία, που σε πολεµάει την οποία είσαι αποφασισµένος να νικήσεις µε την σειρά, που σου είπα στο ιγ΄ κεφάλαιο· δηλαδή πότε µε την αντίσταση, να τον πληγώνεις µέχρι θανάτου, πότε µε το µίσος, πότε µε τις πράξεις της αντίθετης αρετής· και έτσι, να κάνης πράγµατα που αρέσουν στο Θεό σου, ο οποίος, µε όλη την θριαµβεύουσα στον ουρανό Εκκλησία στέκεται αόρατα και βλέπει τον πόλεµό σου· για τον οποίο πόλεµο, δεν πρέπει να λυπάσαι σκεπτόµενος, ότι αφενός µεν είναι η υποχρέωσις που έχουµε όλοι µας να δουλεύουµε και να αρέσουµε στο Θεό και αφετέρου η ανάγκη που έχουµε να πολεµάµε, καθώς σου είπα από πριν. Γιατί, αν εγκαταλείψουµε αυτόν τον πόλεµο, οπωσδήποτε θα θανατωθούµε.

Έπειτα, και αν φύγεις προς στιγµή από τον κατά Θεόν αυτό πόλεµο σαν αποστάτης και παραδοθείς στο κόσµο και σε όλες τις καλοπεράσεις και αναπαύσεις της σάρκας, ύστερα όµως και µε την πίεσή σου πάλι πρέπει να πολεµήσεις και µε τόσες αντιθέσεις, που πολλές φορές να ιδρώνει το πρόσωπό σου και να καταπληγώνεται η καρδιά σου µε θανατηφόρες λυποθυµίες.


Πότε;

Την ώρα των γηρατειών σου και του θανάτου σου.

Όταν οι δαίµονες και όλα τα πάθη σου, πιθανόν να σε έχουν περικυκλώσει. Και τόσο να σε συντρίψουν, που εσύ µη µπορώντας, ποιό πρώτα να πολεµήσεις, θα παραδοθείς σε αιώνιο θάνατο.

Γι' αυτό, µη γίνεις τόσο ανόητος, αγαπητέ, που να θέλεις να πολεµάς τότε σε µία ώρα ασύµφορη αλλά σαν φρόνιµος, υπόµεινε τώρα την κούραση του πολέµου, για να νικήσεις, να στεφανωθείς και να ενωθείς µε τον Θεό και εδώ και εκεί στη βασιλεία του την ουράνια.
«Θυµήσου τον δηµουργό σου τις µέρες της νεότητός σου, πριν έλθουν οι µέρες οι κακές και φθάσουν τα χρόνια εκείνα που δεν θα έχεις δύναµη»
(Εκκλ. 12,1).


* Στάδιο λέγεται ο τόπος εκείνος µέσα στον οποίο γίνονται οι αθλητικοί αγώνες και ο πόλεµος.

Αγία Μαρία Αιγύπτια: Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.



Επιμέλεια κειμένου : Μυργιώτης Παναγιώτης - Μαθηματικός

Η Αγία μας Εκκλησία διανύουσα περίοδο νηστείας προβάλλει στους πιστούς
παραδείγματα προς μίμηση. Η αναστήλωση των ιερών εικόνων, με το τέλος της
εκατόχρονης και πλέον διαμάχης, η μνήμη του Γρηγορίου Παλαμά, η προσκύνηση
του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του Αγίου Ιωάννου της κλίμακος και η μνήμη της
Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας τιμώνται τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Μας προετοιμάζει, με σοφό τρόπο, η εκκλησία για να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη
του Κυρίου, την Σταύρωση την ατιμωτική και την τριήμερο έγερση. Τον θρίαμβο
της Ζωής επί του θανάτου, του Φωτός επί του σκότους.

Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει η Οσία Μαρία η Αιγύπτια. Η μνήμη της
τιμάται την 1η Απριλίου κάθε έτους και επίσης την πέμπτη Κυριακή των
νηστειών. Για να τιμάται η μνήμη της δυο φορές το χρόνο κάτι το ιδιαίτερο
θα έχει και κάποιο μήνυμα θα θέλει να εκπέμψει η Αγία μας Εκκλησία. Και
μάλιστα στην περίοδο της νηστείας, στην πορεία μας προς το Πάσχα.
Ας δούμε δι’ ολίγων τον βίο επί της γης της Οσίας Μαρίας. Γεννήθηκε στην
Αίγυπτο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Από την ηλικία των
12 χρόνων απώλεσε την παρθενίαν και επιδίδετο σε ζωή φιλήδονο και σαρκική.

Δεν πόρνευε για να συγκεντρώσει πλούτο αλλά για να ικανοποιήσει τη φιλήδονο
και αμαρτωλή σάρκα. Δεν ήταν πλούσια και για να εξοικονομήσει τα αναγκαία
προς το ζειν δούλευε χειρωνακτικά γνέθοντας. Πολλούς παρέσυρε σε πράξεις
ακολασίας και διαφθοράς. Όπως απεκάλυψε η ίδια στον Αββά Ζωσιμά «είχε
ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στον βόρβορο που ήταν η
ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση».
Εξ αιτίας της άσωτης και αμαρτωλής ζωής της αποφάσισε να ακολουθήσει μια
ομάδα ανθρώπων που θα πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Η ίδια δεν
ήθελε να πάει για προσκύνηση αλλά να βρει προθύμους άνδρες να ικανοποιήσει
την σάρκα της. Η ίδια αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της δεν
υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν
έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Στην πόλη όταν
έφθασαν περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».
Το ταξίδι αυτό έγινε η αιτία η Μαρία να εγκαταλείψει τον έκλυτο βίο και να
αφοσιωθεί στον Θεό. Η μεταστροφή έγινε με θαυμαστό τρόπο. Η Μαρία πήγε να
αλιεύσει άνδρες προς ακολασία και ο Θεός αλίευσε την Μαρία, η οποία δεν
σώθηκε, μόνο, αλλά αγίασε.

Όταν η Μαρία επιχείρησε να μπει στον ναό, όπως οι άλλοι συνταξιδιώτες, δεν
τα κατάφερε. Οι άλλοι μπαίνανε αλλά την ίδια εμπόδιζε μια αόρατη δύναμη.
Δεν μπορούσε να προχωρήσει όσο και να προσπαθούσε. Το ταξίδι της σωτηρίας,
τώρα, αρχίζει. «Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος
μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα
πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα
σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία
εικόνα Σένα της Αειπάρθενης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η
ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά
είναι δίκαιο να με μισείς και να μ’ αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως,
καθώς άκουσα, γι' αυτόν τον λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος
για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και
δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η
είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα
του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η
πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια
αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ'
οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ'
αποστραφώ αμέσως τον κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία
θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».
Μετά μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο. Βγήκε έξω και
ευχαρίστησε την Παναγιά. «Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακριά που φώναζε:
«Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση». «Εγώ τότε άκουσα αυτή τη
φωνή, πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα:
«Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις». «Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από
την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ».
Έπειτα, αγόρασε 3 ψωμιά και ξεκίνησε την πορεία για την έρημο περνώντας
από το μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου όπου μετάλαβε των Αχράντων
Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε 17 ολόκληρα χρόνια με τους λογισμούς να την
προτρέπουν στην προηγούμενη ζωή τους με τα ποτά, τα φαγητά και τα πορνικά
άσματα. Όταν οι πειρασμοί και λογισμοί την πολεμούσαν έπεφτε στη γη και την
έλουζε με τα δάκρυα της μετανοίας και δεν σηκωνόταν «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο
τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν».
Συνεχώς προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής
της μετανοίας. Τα ρούχα σχίστηκαν από την πολυκαιρία και τις δύσκολες
καιρικές συνθήκες και παρέμεινε γυμνή, υποφέροντας τον καύσωνα και το ψύχος
της ερήμου.

Με τον αγώνα της και με τη χάρη του Θεού απαλλάκτηκε από τους σαρκικούς και
άλλους αμαρτωλούς λογισμούς και έφθασε σε υψηλό σημείο πνευματικής
προόδου, τέτοιας που ο Θεός της χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το σώμα
τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ
Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα», αναφέρει η ίδια. Αυτό συμβαίνει με πολλούς
Αγίους να αναστέλλονται οι λειτουργίες του σώματος.
Την περίοδο εκείνη στην έρημο αυτή ζούσε και ο ιερομόναχος Ζωσιμάς (η μνήμη
του τιμάται στις 4 Απριλίου), άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα. Του ήλθε ο
λογισμός ότι δεν υπάρχει μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Ο Θεός
τον απάντησε ότι υπάρχει και του υπέδειξε να πάει στο μοναστήρι του Ιωάννου
του Βαπτιστού που είναι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ζωσιμάς υπάκουσε και
δια μέσου του μοναστηριού αυτού βρέθηκε στην έρημο. Αφού έλαβε ελάχιστες
τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την
επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως
συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που
ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου
ευρισκόταν.
 

Μετά από πορεία είκοσι ημερών κάθισε να ξεκουραστεί. Και τότε έγινε
μάρτυρας θαυμαστού γεγονότος. Είδε στο βάθος κάτι που έμοιαζε με σκιά. Μετά
κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος γυμνός με άσπρα μαλλιά. Ήταν η Αγία Μαρία. Ο
Ζωσιμάς την είδε προσευχόμενη χωρίς να ακούει τα λόγια της. Κάποια στιγμή
βλέπει την προσευχόμενη Μαρία να είναι αιωρούμενη και να μη πατά στη γη.
Προσπαθεί ο Αββάς να την πλησιάσει αλλά εκείνη απομακρύνεται. Ο Ζωσιμάς
συνεχίζει να προσπαθεί. Όταν κουρασμένος, μετά από πολλή αγώνα, κάθεται να
ξεκουραστεί σε κάποιο ρέμα εκείνη τον αποκαλεί με το όνομά του.
Παραξενεύεται και συγχρόνως του αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα γυμνή και τον
παρακαλεί να της δώσει ιμάτιο για να καλύψει τη σωματική της γύμνια. Ο
Ζωσιμάς κάνει το ζητούμενο και ξαφνικά βρίσκονται και οι δυο στο έδαφος
ζητώντας ο ένας την ευλογία του άλλου. Ο Αββάς δέκτηκε τις ευλογίες της,
γιατί αναγνώρισε ότι η χάρη του Κυρίου δεν είναι θέμα αξιωμάτων. Η Αγία
αντιλήφθηκε τους λογισμούς του Ζωσιμά και του είπε ότι είναι γυναίκα
αμαρτωλή που περιστοιχίστηκε από το Άγιο Βάπτισμα και είναι από χώμα και
στάκτη και όχι άυλο πνεύμα.

Κατά την συνάντηση αυτή η αγία απεκάλυψε όλη τη ζωή της. Επίσης, τον
παρεκάλεσε να πάει τη Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς σε προκαθορισμένο
σημείο του Ιορδάνη ποταμού για να την κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων
μετά από πολλά χρόνια μετανοίας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. Ο Ζωσιμάς
ακούει την διήγηση της Αγίας και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και
ευχαριστεί τον Θεό που του επέτρεψε να συναντήσει την Αγία αυτή μορφή που
πριν ήταν δέσμια των σαρκικών παθών και του διαβόλου. Βρήκε άνθρωπο από τον
οποίο ωφελήθηκε και μάλιστα πάρα πολύ.
Ο Ζωσιμάς αναχώρησε, πήγε στο μοναστήρι και δεν απεκάλυψε σε κανέναν τα όσα
έζησε στην έρημο, κατά τη συνήθεια του μοναστηριού. Στεναχωριόταν γιατί ό
χρόνος δεν κυλούσε γρήγορα και παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει το
«ποθούμενον πρόσωπο».

Η ποθητή ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης έφθασε και ο Ζωσιμάς έβαλε σε ένα
ποτήρι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πήρε λίγους χουρμάδες και βρεγμένη
φακή και έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο. Η Αγία δεν εμφανιζόταν και
άρχισε να προσεύχεται στον Θεό. Ξαφνικά εμφανίζεται στην αντίπερα όχθη.
Αρχίζει να ανησυχεί με ποιο τρόπο θα περάσει το ποτάμι. Αίφνης βλέπει την
Αγία να κάνει το σημείο του Σταυρού και να περπατά πάνω στα νερά. Του
ζήτησε να απαγγείλει το Σύμβουλο της Πίστεως και το «Πάτερ ημών» και
μετέλαβε των ζωοποιών μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό,
αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ
τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Τον
παρεκάλεσε να πάει και την επόμενη χρονιά την ίδια ημέρα στον χείμαρρο που
τη συνάντησε την πρώτη φορά.

Το επόμενο έτος ο αββάς έφθασε με λαχτάρα στο συγκεκριμένο σημείο. Η αγία
δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισε να προσεύχεται στον Θεό να δει τον κρυμμένο
θησαυρό. Προσευχόμενος και βαδίζοντας ο Θεός τον οδηγεί και βρίσκει
«κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ
πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε και δική της γραφή ο Αββάς
λέγουσα «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ
λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον
προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ
Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν
τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη
στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως
βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει. Η Οσία κοιμήθηκε την
ίδια ημέρα που κοινώνησε αφού διήνυσε σε μια ώρα απόσταση την οποία ο Αββάς
χρειάστηκε να διανύσει σε είκοσι ημέρες. Ο Αββάς με δάκρυα στα μάτια και
αφού έψαλλε κατάλληλους ψαλμούς και έβρεξε με δάκρυα τα άχραντα πόδια της
Οσίας επιχείρησε να σκάψει για το μνήμα της. Ο Αββάς γεραλέος, το έδαφος
πάρα πολύ σκληρό, η εργασία κοπιαστική. Εκτελών τα χρέη προς την κοιμωμένη
βλέπει λιοντάρι δίπλα στην Οσία να γλύφει τα ίχνη της. Ο Αββάς δεν χάνει
την ψυχραιμία του και ζητά από το λιοντάρι να ανοίξει τον τάφο Της. Το
λιοντάρι εκτελεί την επιθυμία του Αββά σκάβοντας με τα μπροστινά του πόδια.
Και άλλο παράδοξο, το άλογο λιοντάρι συμπεριφέρεται ως λογικό όν. Ο
ενταφιασμός έγινε και το λιοντάρι αναχώρησε για τα βάθη της ερήμου ως
πρόβατον και ο «Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν (εις το μοναστήρι), εὐλογῶν καὶ αἰνῶν
τὸν Θεὸν ἠμῶν».
  
  
 
Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αναγιγνώσκεται εις τον Όρθρο του
Μεγάλου Κανόνος ως παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως του πειρασμού. Ο
καλός Θεός όταν διαγνώσει, ως καρδιογνώστης ότι υπάρχει από την πλευρά μας
ένας μικρός κόκκος καλής πίστεως και διαθέσεως θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε
από την επήρεια του κακού και θα μας οδηγήσει στην οδό της σωτηρίας. Ο
Κύριος ζητεί από μας να κάνουμε το ένα βήμα και τα υπόλοιπα 99 θα τα κάνει
ο Ίδιος. Η Αγία Μαρία η Αιγύπτια απαρνήθηκε τον αμαρτωλό εαυτό της από ένα
σημείο θαυμαστό. Σε όλους μας στέλνει ό Θεός σημεία. Η Αγία το ερμήνευσε
σωστά και οδηγήθηκε στην αγιότητα. Εμείς δεκτήκαμε σημεία πως τα
ερμηνεύσαμε; Τα θεωρήσαμε τυχαίο γεγονός; Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.
Νίκησε η Αγία τη δύναμη του κακού, της σάρκας και της συνηθείας, με τη χάρη
του Κυρίου. Αφέθηκε στα χέρια της Παναγίας και ακολούθησε τις συμβουλές
Της. Δεν τα άφησε για αργότερα, αλλά με τρία ψωμιά ως εφόδιο για τη ζήση
της αναχώρησε για την πέρα του Ιορδάνη περιοχή, στην έρημο. Αποτελεί
παράδειγμα για όλους η Αγία, όπως και άλλοι Άγιοι για να οδηγηθούμε στην
οδό της μετανοίας. Δύσκολη η απόφαση. Δεν μας το επιτρέπει ο εγωισμός και η
υπερηφάνεια. Ο χαιρέκακος διάβολος μας σιγοψιθυρίζει άφησέ το για αργότερα,
γλέντα τη ζωή, είναι ωραία, απόλαυσε την ηδονή, ικανοποίησε τις θελήσεις
της σάρκας και αύριο έχεις καιρό, μπορείς να μετανοήσεις. Ή ακόμη μπορεί να
σπέρνει μέσα μας την απογοήτευση και την απελπισία. Ταλαίπωρε, τόσα πολλά
που έκανες και τόσες πολλές αμαρτίες που διέπραξες ο Θεός δεν τις συγχωρεί.
Δεν υπάρχει λόγος να μετανοήσεις, δεν σε σώζει ο Θεός. Η Αλήθεια είναι
διαφορετική. Ο Θεός μας περιμένει και θέλει όλοι να οδηγηθούμε στη
σωτηρία, στον παράδεισο και στην κατά χάρη θέωση. Η παραβολή του Ασώτου,
ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αυτά νοηματοδοτούν και λένε. Ο Θεός
περιμένει να μετανοήσουμε και να σωθούμε. Στην καλή ή στην κακή μας
πρόθεση εξαρτάται. Δηλαδή από εμάς.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς
λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ,
Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ
πάντων ἠμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν,
ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός,
παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά
Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ
μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ
ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΡΥΘΡΩΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ Ο.Κ.Φ.Ε. ΜΕ ΟΜΙΛΙΤΗ ΤΟΝ Π. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟ

 




Μια έκθεση αγιογραφίας, που την προετοιμάζουμε εδώ και κάποια χρόνια με αρκετά εμπόδια και κάμποσες αναβολές, ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί! Διοργανώνεται από τον ΟΚΦΕ Όμιλος Κριεκουκιωτών Φίλων του Ελάτου . Συνοδεύεται από ομιλία του πολύ αξιόλογου        π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου και ολοκληρώνεται με βιωματικά εργαστήρια για τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Ερυθρών. Σας περιμένουμε Κυριακή 21 Απριλίου το απόγευμα στο Δημοτικό Σχολείο Ερυθρών να σας ξεναγήσουμε στους ζωγραφισμένους βίους των αγίων νεομαρτύρων!


Κυριακή 14 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ



Η Εκκλησία μας καλεί σήμερα να προσέξουμε τη μορφή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, επειδή ο πατήρ αυτός, ο οποίος έζησε κατά τον 7ο αιώνα, υλοποίησε στη ζωή του το ιδεώδες της μετανοίας, κάτι το οποίο δεν πρέπει να φεύγει από τα μάτια μας κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή. «Ἰωάννην τιμήσωμεν, τῶν ἀσκητῶν τὸ καύχημα…» ψάλλουμε στον Εσπερινό, ενώ στον Όρθρο αναφωνούμε προς τον άγιο: «Ἀτροφία τὴν σάρκα μαράνας ἀνεκαίνισας ψυχῆς τὸν τόνον, Ὅσιε, καὶ δόξαν κατεπλούτισας οὐράνιον…». Ωστόσο, η Εκκλησία, ερμηνεύοντας σωστά τη διδασκαλία του αγίου, θεωρεί ότι η άσκηση δεν έχει καμία έννοια και καμία αξία αν δεν είναι έκφραση αγάπης, γι’ αυτό και στον Εσπερινό βάζει τον Όσιο να μας απευθύνει αυτά τα λόγια: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδέν προτιμήσητε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ…».

Στη Θεία Λειτουργία συνεχίζουμε την ανάγνωση της προς Εβραίους Επιστολής (6:13-20), όπου περιγράφονται η υπομονή και η εγκαρτέρηση του Αβραάμ και η εν τέλει πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού. «Ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν», και γι’ αυτό, όπως και ο Αβραάμ, «ἱσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος». Ζούμε εμείς με αυτή τη μεγάλη ελπίδα;

Το Ευαγγέλιο περιγράφει τη θεραπεία ενός νέου που, υπό την επήρεια του διαβόλου, είχε καταληφθεί από «άλαλο πνεύμα». Ο πατέρας του τον οδήγησε στον Ιησού. Και Εκείνος του είπε τούτο: « Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει». Ανάμεσα στα δάκρυά του ο πατέρας φώναξε: «Πιστεύω, Κύριε, αναπλήρωσε εσύ τη λιγοστή μου πίστη!». Δεν μπορούμε πράγματι να βρούμε καλύτερα λόγια για να εκφράσουμε ταυτόχρονα το γεγονός ότι πιστεύουμε αλλά και την αδυναμία αυτής της πίστης. Είμαστε όμως ικανοί να δακρύσουμε με πόνο, καθώς λέμε στον Κύριό μας, «Πιστεύω, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ»; Ο Ιησούς ευσπλαχνίστηκε τον πατέρα. Δέχτηκε μια τέτοια πίστη και θεράπευσε τον γιο του. Οι μαθητές, μιλώντας ιδιαιτέρως με τον Διδάσκαλο, Τον ρωτούν γιατί εκείνοι δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν το δαίμονα. Πήραν την απάντηση ότι «Αυτό το είδος του δαιμονίου με κανέναν άλλο τρόπο δεν εκδιώκεται παρά με προσευχή συνοδευόμενη από νηστεία». Ας μη θεωρήσουμε ότι μια παρατεταμένη νηστεία και προσευχές που επαναλαμβάνονται αρκούν για να δώσουν τη δύναμη εκείνη που οι μαθητές δεν κατείχαν ακόμη. Η προσευχή και η νηστεία, με τη βαθύτερη έννοια των όρων, σημαίνουν τη ριζική παραίτηση από τον εαυτό μας, τη στροφή και σταθεροποίηση της ψυχής σ’ εκείνη τη στάση της εμπιστοσύνης και της ταπείνωσης που περιμένει το καθετί από το έλεος του Θεού, την υποταγή του θελήματός μας στο δικό Του θέλημα, την εναπόθεση της ύπαρξής μας και κάθε άλλης προσφιλούς ύπαρξης στα χέρια του Πατέρα. Εκείνος, που με τη χάρη του Θεού θα φτάσει σε μια τέτοια κατάσταση, μπορεί να διώξει τον διάβολο. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κι εμείς έστω μερικά πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση; Αν προσπαθήσουμε, θα εκπλαγούμε από τα αποτελέσματα.

Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας), Πασχαλινή κατάνυξη, 1η έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, ένας νέος Άγιος της Εκκλησίας μας – Τι είχε αναφέρει ο Αργολίδος Νεκτάριος



Με πολλή χαρά πληροφορηθήκαμε την επίσημη αγιοκατάταξη του Ιερομονάχου Αθανασίου Χαμακιώτη, ο οποίος έζησε σχεδόν 30 χρόνια στο Μαρούσι κι εφημέρευσε στον Ι.Ν. της Νερατζιώτισσας.

Όπως έγραφε ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος «κατέκτησε τις καρδιές των ευλαβών κατοίκων της πόλεως αυτής, οι οποίοι δεν πρόκειται να τον ξεχάσουν ποτέ».


Για τον Άγιο Αθανάσιο έγραψε πριν λίγα χρόνια ένα βιβλίο ο Μητροπολίτης μας κ. Νεκτάριος με τίτλο «Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης – Στα βήματα της Αγιότητας».Απ’ αυτό το βιβλίο μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα.

Ο π. Αθανάσιος γεννήθηκε το 1891 στην Τουρλάδα Καλαβρύτων. Σε νεαρή ηλικία εγκαταβίωσε στην Ι. Μονή Αγίας Λαύρας και το 1913 εκάρη μοναχός. Φοίτησε στην ιερατική σχολή της Άρτας και το 1916 χειροτονήθηκε διάκονος. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1921, ενώ από το 1917 ως το 1931 υπηρέτησε ως γραμματέας της μονής. Αφού διακόνησε σε διάφορους ναούς της Αττικής, το 1936 διορίστηκε εφημέριος στο μικρό παρεκκλήσι της Νερατζιώτισσας Αμαρουσίου και παρέμεινε ως το 1963. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως το 1967 τα πέρασε στο Ι. Ησυχαστήριο της Φανερωμένης στη Ροδόπολη Αττικής, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος.

 

 

Η μοναχική ζωή του π. Αθανασίου

Ο π. Αθανάσιος από τα παιδικά του χρόνια διακρινόταν για την φλογερή αγάπη του για τον Θεό. Η εκκλησία του χωριού του και τα γύρω ξωκκλήσια ήταν τα αγαπημένα του καταφύγια. Εκεί έτρεχε από μικρό παιδί για να προσευχηθεί. Στην Αγία Λαύρα ξεχώριζε απ’ όλους τους μοναχούς για την αγωνιστικότητά του. Να τι λέει ο συμμοναστής του π. Άνθιμος:

«Στο πρόσωπό του γνώρισα ένα πραγματικό μοναχό. Ο π. Αθανάσιος τηρούσε τον μοναχικό κανόνα σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τους άλλους μοναχούς».

Πράγματι ζούσε με περισσότερη άσκηση και βία. Όχι μόνο δε διενοείτο να απουσιάσει από τις ακολουθίες του μοναστηριού, αλλά ενώ η ακολουθία άρχιζε στις 4 το πρωί, αυτός σηκωνόταν δύο ώρες νωρίτερα. Έτσι για δύο ώρες, μέσα στη γαλήνη της νύχτας, προσευχόταν, ή μελετούσε την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. «Τα όπλα του μοναχού εστίν η μελέτη και η προσευχή», τονίζουν οι άγιοι Πατέρες. Για να νικήσει τον ύπνο, διάβαζε περπατώντας στο κελλί του κρατώντας ένα κερί στο ένα χέρι και το βιβλίο στο άλλο. Υπήρχε όμως περίοδος, που το μοναστήρι είχε πληθώρα μοναχών και έλλειψη κελλιών. Έτσι αναγκάζονταν οι μοναχοί να μένουν στο ίδιο κελλί τρεις, τέσσερις, πέντε μαζί. Και πάλι ο π. Αθανάσιος βρήκε τον τρόπο να μην αφήσει τα προσφιλή του πνευματικά αναγνώσματα. Έβαζε τη λάμπα πετρελαίου πίσω από το προσκεφάλι του και, για να μην ενοχλεί τους άλλους μοναχούς, τοποθετούσε ένα πρόχειρο χαρτόνι που περιόριζε το φως μόνο σ’ αυτόν. Έτσι, με το πρωτόγονο αυτό πορτατίφ, μπορούσε να εντρυφεί ανενόχλητα στα κείμενα της Βίβλου και των Αγίων Πατέρων και να μπαίνει σιγά σιγά στο πνεύμα τους.

Όχι μόνο τότε αλλά και σ’ όλη την ζωή του ο Γέροντας διάβαζε, και όχι απλώς διάβαζε, αλλά μελετούσε με επιμέλεια. Υπογράμμιζε πάνω στα βιβλία, σχολίαζε, κρατούσε σημειώσεις, ή αντέγραφε σε τετράδια, ό,τι του άρεσε και του έκανε εντύπωση. Αυτό φαίνεται στα βιβλία του, αλλά και στις χειρόγραφες συλλογές του, που σώζονται είτε στο μοναστήρι είτε σε πνευματικά του παιδιά. Επίσης κρατούσε αποκόμματα από περιοδικά, ακόμη και από εφημερίδες, οτιδήποτε θα του ήταν χρήσιμο για την πνευματική του κατάρτιση και την ποιμαντική του διακονία.
 

 

Εφημέριος στη Νερατζιώτισσα

Το μοναχικό του πρόγραμμα το συνέχισε κι όταν βρέθηκε στη Νερατζιώτισσα. Ποτέ δεν ξέχασε ότι ήταν μοναχός. Όλη του η ζωή ήταν μια λιτανεία γύρω και μέσα στο Ναό. Εξαιρετικά φιλακόλουθος, ζούσε με τις καθημερινές του ακολουθίες. Το κέντρο όμως της ζωής του ήταν η Θεία Λειτουργία. Όπως γράφει ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Η Θεία Λειτουργία υπήρξεν η σκέψις του, η επιθυμία της ψυχής του, το είναι του, υπήρξε το παν γι’ αυτόν, τόσο πολύ επέδρα επ’ αυτόν η χάρις του μυστηρίου, ώστε μεταρσιώνετο κυριολεκτικά όταν λειτουργούσε». Στις τελετουργικές του κινήσεις ήταν λιτός, μετρημένος, γαλήνιος, το βάδισμά του ήσυχο και ταπεινό.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που τον έβλεπαν την ώρα της Θ. Λειτουργίας, ή κατά την Μεγάλη Είσοδο, αλλά και άλλες στιγμές ακόμη και έξω από την εκκλησία, να λάμπει το πρόσωπό του και να μην πατάει στο έδαφος. «Αἰθέριος ὥς ἕνα πῆχυν ἵστατο τάς χεῖρας καί τό ὄμμα εἰς οὐρανούς ἀνέχων καί Θεῷ ἡσύχως προσομιλῶν». Συχνά κάποιοι μεγάλοι που έβλεπαν αυτό το εξαίσιο θέαμα, έμεναν αποσβολωμένοι. Μόλις και μετά βίας συγκρατούσαν την έκπληξή τους και έπνιγαν την φωνή τους, για να μην δημιουργήσουν αταξία. Όμως τα μικρά παιδιά δεν μπορούσαν να κρατηθούν. Διέκοπταν με τις φωνές τους την Λειτουργία και φώναζαν:

Μαμά, ο παπάς δεν πατάει στην γη! Ο παπάς πετάει!

Όσο προχωρούσε η Θ. Λειτουργία τόσο ο Γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν, τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Όταν ερχόταν η στιγμή να κοινωνήσει, δεν άφηνε κανέναν στο ιερό. Εκείνη την μοναδική στιγμή ήθελε να μείνει μόνος του και έλεγε:

Και τώρα, Κύριε, Εσύ κι εγώ.

Κατά την μαρτυρία του π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Την ώρα δε της Θεία Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:

«Μη με κατακαύσεις,Κύριε. Κατάκαυσε τις αμαρτίες μου».

Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί Γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα όμως στο τέλος να τον ρωτήσω:

-Γιατί έκλαιγες Γέροντα;

-Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν πρέπει να είμαι το θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»

Η προσευχή ήταν πάντα στα χείλη του. Ιδιαίτερα τις νύχτες ως αργά το πρωί προσευχόταν έξω από το σπιτάκι του. Πολλοί τον έβλεπαν μέσα στο σκοτάδι με υψωμένα τα χέρια να προσεύχεται «μόνος μόνῳ Θεῷ».

Ο Γέροντας ένοιωθε μια ιδιαίτερη άνεση και αγάπη προς την Υπεραγία Θεοτόκο και στους αγίους. Μια στάση παιδικής σχέσης, φιλικής οικείας αναστροφής, αφελότητα καρδιάς. Απευθυνόταν στην Παναγία, την «Κυρά μας Θεοτόκο», ή την «Κυρούλα μου», όπως συνήθιζε να λέει με χαριτωμένη παιδικότητα.

Μανούλα μου, σώσε μας.

Ακουμπούσε το κεφάλι του στην εικόνα της και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια, ή άλλες απλές αιτήσεις.

Έλεγε μάλιστα:

«Της Παναγίας το κερί να είναι πάντα αναμμένο στο κελλί».

Παρόμοια απυθυνόταν και στην Αγία Άννα. Όταν πλησίαζε στην εικόνα την χάϊδευε και της έλεγε:

«Μανούλα της μανούλας μου, βοήθησέ μας».

Από τους αγίους φαίνεται πως ιδιαίτερα αγαπούσε και σεβόταν τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον οποίο ονόμαζε «αφέντη». Προσευχόταν και όταν τελείωνε του έλεγε:

Αφέντη μου, θα τα πούμε και πάλι.
 

Εκεί που πραγματικά διέπρεψε ήταν η εξομολόγηση. Χιλιάδες άνθρωποι στο πρόσωπό του βρήκαν πνευματικό πατέρα και αναπαύθηκαν στο πετραχήλι του. Κυριολεκτικά συνέπασχε με τους εξομολογούμενους. Εξομολογούσε ως αργά τη νύχτα παρά το ευάλωτο της υγείας του. Το θέμα της μετανοίας ήταν το αγαπημένο του κήρυγμα. Συνεχώς καλούσε σε μετάνοια.

Η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη του ήταν απαράμμιλη. Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. Όταν του έδιναν χρήματα κοίταζε πώς να τα διώξει. Γρήγορα γίνονταν παρανάλωμα της αγάπης. Έτρεχε σε φτωχούς και αρρώστους, σε παράλυτους. Τους βοηθούσε όχι μόνον χρηματικά, αλλά και τους περιποιόταν ο ίδιος. Σε λίγο καιρό η Νερατζιώτισσα είχε γίνει ένα φιλανθρωπικό κέντρο. Έλεγε μάλιστα σ’ ένα κήρυγμά του: «Παιδί, ξέρεις τί γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει τον Παράδεισο».

Από τα πολλά περιστατικά που καταγράφηκαν θα αναφερθούμε σ’ ένα που δείχνει την απέραντη θυσιαστική αγάπη του.

Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
–Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο άσπρο ψωμάκι!

Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:

–Πειρασμός, είναι!

«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).

Έξω τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης κάπου στην Πεύκη, όπου έκανε αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δυο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ότι καλύτερο μπορούσαν να του δώσουν. Όμως ο Γέροντας δεν το κράτησε, ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δυο που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.

–Τί κάνεις, παιδί;

–Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!

Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π. Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.

–Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!

Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.

–Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;

Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.

Ο π. Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.

Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στη «Νερατζιώτισσα». Ο μακρύς δρόμος της θυσιαστικής αγάπης του Πνευματικού Πατέρα, τουλάχιστον για εκείνη την μέρα, τελείωσε…

Από το 1963 εγκαταβιώνοντας στο μοναστήρι δεν άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο της ζωής του. Προσευχόμενος, λειτουργών, ελεών. Σ’ όλα αυτά προστέθηκε και η πνευματική καθοδήγηση των μοναζουσών. Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να βοηθήσει πνευματικά τις μοναχές, οι οποίες θυμούνται εναργέστατα με πόσο παιδαγωγικό τρόπο και διάκριση εκινείτο.

Όλο αυτό το διάστημα των τεσσάρων χρόνων ο Γέροντας προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Προσεύχεται με δάκρυα και περιμένει.


 
Το μακάριο τέλος του

Το Μάϊο του 1967 η υγεία του επιδεινώνεται και μεταφέρεται στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Κατά τις μαρτυρίες των πνευματικών του παιδιών, που τον υπηρετούσαν, ο Γέροντας ζούσε θαυμαστές καταστάσεις. Καθημερινά κοινωνούσε των αχράντων μυστηρίων. Έδινε τις τελευταίες συμβουλές στα αγαπημένα πνευματικά του παιδιά. Το τέλος του ήταν μακάριο, θυμίζει το τέλος των μεγάλων αγίων που διαβάζουμε στα παλαιά συναξάρια.

«Όσο ήταν στο νοσοκομείο καθημερινά ερχόταν ο ιερέας από τη Μονή Πετράκη για να τον κοινωνήσει. Τις τελευταίες μέρες ο πυρετός ανέβηκε στα ύψη. Το θερμόμετρο έδειχνε 42 βαθμούς. Τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου γυρίζει και λέει στην μοναχή.

-Παιδί, απόψε να είσαι έτοιμη.

-Γιατί Γέροντα;

-Απόψε θα έχω μια μεγάλη επίσκεψη και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κοινωνήσουμε. Είναι ευκαιρία∙ να μην την χάσεις και συ αυτή την ευκαιρία.

-Ναι γέροντα, αύριο θα έρθει ο ιερέας, απάντησε η μοναχή, χωρίς να καταλάβει τι εννοούσε ο γέροντας. Όχι, απόψε θα κοινωνήσουμε, επέμενε. Θα έλθουν οι άγγελοι! Διάβασε τώρα την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως.

Η μοναχή την διάβασε και μόλις τελείωσε της λέει:

-Επανέλαβέ την.

Την διάβασε για δεύτερη φορά και ο Γέροντας ξαναλέει:

-Αφού δεν θα προλάβουμε, διάβασέ μου και τις τελευταίες ευχές.

Η μοναχή διάβασε: «Πιστεύω Κύριε καί ομολογώ…» και τα υπόλοιπα. Ο Γέροντας συνέχισε.

-Ψάλλε τώρα το «επί της θείας φυλακής ὁ θεηγόρος Αββακούμ…»

Έδωσε μάλιστα και τον ήχο. Η μοναχή έψαλλε: «Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ, στήτω μεθ’ ἡμῶν καὶ δεικνύτω, φαεσφόρον Ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα· Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος».

Πράγματι, τι ωραία και πόσο κατάλληλη για την στιγμή επιλογή.

-Επανάλαβέ το.

Η μοναχή το επανέβαλε.

-Κι άλλη φορά».

Αφήνουμε την συνέχεια της αφηγήσεως στην μοναχή που έζησε αυτή την συγκλονιστική στιγμή: «Ενώ έψαλλα το τροπάριο και έφτασα στη λέξη «Αββακούμ» μου δίνει μια ώθηση να πέσω κάτω. Γονάτισα γρήγορα, έριξε πάνω μου το σεντόνι και με μισοσκέπασε.

Ο Γέροντας με όση δύναμη διέθετε σηκώθηκε λίγο, ύψωσε τα χέρια του και είπε με δέος τα λόγια πριν την Θεία Μετάληψη, όπως τα λένε οι ιερείς. Εγώ φοβόμουν μην πέσει και προσπαθούσα να δω τι κάνει παραμερίζοντας λίγο το σεντόνι. Έκανε τις ίδιες κινήσεις που έκανε όταν κοινωνούσε στην Αγία Τράπεζα, λέγοντας: «Ἰδοὺ προσέρχομαι Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν. Μεταδίδοταί μοι Ἀθανασίῳ τῷ ἀναξίῳ Ιερομονάχῳ, το τίμιον καὶ πανάγιον ….».

Άνοιξε το στόμα του και δέχθηκε την Θεία Κοινωνία από φαεσφόρον άγγελον! Έκπληκτη τον έβλεπα μέσα στη νύχτα με το λιγοστό φως να κοινωνεί και να ρουφάει το αίμα του Κυρίου και να λέει: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός…καί τοῦ Υἱοῦ…καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Είπε το «Αμήν» και ήρεμα έγειρε, πλημμυρισμένος από ανείπωτη χαρά και βαθύτατη συγκίνηση για την ανέλπιστη δωρεά του Θεού. Έπειτα γύρισε και μου είπε:

-Διάβασε τώρα την Ευχαριστία.

Την διάβασα, αν και τα είχα χαμένα. Έπειτα τον πήρε ένας γλυκός ύπνος. Ξημέρωσε. Και επειδή ο π. Σ. από τη Μονή Πετράκη ερχόταν κάθε πρωί για να τον κοινωνήσει του λέω:

-Γέροντα να διαβάσουμε την Θεία Μετάληψη, γιατί θα’ ρθει ο π. Σ. να σε κοινωνήσει;

Ο Γέροντας αντέδρασε.

-Όχι παιδί. Άπαξ εκοινώνησα! Είδες τίποτα;

Δεν ήξερα πώς να φερθώ.

-Ε…όχι…Γέροντα…

Τι μπορούσα να πω;

Μετά από λίγο καιρό ήρθε ο π. Σ. με την Θεία Κοινωνία. Μόλις τον είδε είπε πάλι:

-Άπαξ εκοινώνησα!

Ο π. Σ. έφυγε συγκλονισμένος και αμίλητος.

Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 17 Αυγούστου 1967 και ετάφη στο Ιερό Ησυχαστήριο Φανερωμένης.
 

 
Πέρασαν 47 χρόνια από την οσιακή κοίμησή του. Και ήρθε η ημέρα της μεγάλης χαράς. Στις 23 Οκτωβρίου 2014, ημέρα της μνήμης του αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφησίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος τέλεσε τη Θεία Λειτουργία στο Καθολικό του Ησυχαστηρίου της Φανερωμένης, συμπαραστατούμενος από άλλους δυο αρχιερείς και αρκετούς κληρικούς. Μετά τη Θεία Λειτουργία έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του οσίου πατρός.

Όλα έγιναν απλά και ταπεινά, όπως θα το ήθελε ο γέροντας. Όσοι το πληροφορήθηκαν κατέκλυσαν το χώρο του Ησυχαστηρίου. Με πολλή συγκίνηση ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Κύριλλος πήρε στα χέρια του την κάρα του οσίου πατρός κι ευλόγησε τους παρισταμένους. Τα ιερά λείψανα ετοιμάστηκαν από τους Πατέρες και έπειτα μεταφέρθηκαν στο Καθολικό, όπου όλοι προσκύνησαν με ευλάβεια. Έπειτα λιτανεύθηκαν και τοποθετήθηκαν στο κελλί του γέροντα. Πέρασαν λίγες ώρες και ο γέροντας έκανε ζωντανή την παρουσία του. Μια γλυκειά ευωδία πλημμύρισε το κελλί του και όλο το χώρο του μοναστηριού.

« Ὄντως θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Αποσπάσματα από τον Μητροπολίτη Αργολίδας Νεκτάριο


STUDIO B&G ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΟΥΓΙΩΤΗΣ – Γ.ΡΑΣΣΙΑΣ


Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ

 

Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως ». Μετά από τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται σε μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς. Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής. Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε αυτή τη κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μέχρι αυτό το σημείο, αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του Πάσχα γίνεται πιο έντονη.

Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία – περιορισμένη βέβαια – που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).

Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής:

Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας.

Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύτηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΜΕ ΤΟ ΛΑΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


ΜΕ ΤΟ ΛΑΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Μπροστά από μισό περίπου αιώνα ζούσε ένας αγροφύλακας, πού τον έλεγαν Αντώνη και ήταν γνωστός σε πολλά χωριά της Κόνιτσας, ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια Είχε εννιά παιδιά, από δύο έως δέκα-εφτά χρονών. Έξι ήταν κορίτσια και τρία αγόρια Ήταν άνθρωπος διαφορετικός, με ξεχωριστό ήθος και ασυνήθιστη συμπεριφορά. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν με υπερβολικά λόγια Οι περισσότεροι τον επαινούσαν και τον συμπαθούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, πού τον αντιπαθούσαν, χωρίς αιτία και μιλούσαν περιφρονητικά Ό ίδιος, αδιαφορώντας για το τι λένε οι άλλοι, ήταν ορμητικός στη ζωή του. Απ' τους ανθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια Προσπαθούσε με τις δικές τους δυνάμεις να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του. Είχε το μικρό μισθό του, τα χωράφια, το κυνήγι και μερικά ευκαιριακά μεροκάματα.


Ή γυναίκα του, ή Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια, χωρίς γογγυσμούς και θορύβους. Ήταν και απερίεργη. Δεν ήθελε να μαθαίνει τι συνέβαινε στους άλλους, στα ξένα σπίτια Απέφευγε το κουτσομπολιό και τις φιλονικίες. Ωστόσο, οί άλλοι ασχολούνταν καθημερινά με το σπίτι της. Τη σχολίαζαν με τρόπο σκληρό και τη χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δεν έκανε εκτρώσεις. Ή Δέσπω δεν έβγαινε απ' το σπίτι. Είχε πάντα δουλειές και ήταν μόνιμα κουρασμένη. Ή φτώχεια της ήταν εμφανής και δικαιολογημένη. Άλλα και ή αδιαφορία των ευπόρων μεγάλη. Δεν θυμόταν ή Δέσπω ποτέ να της έχει συμπαρασταθεί κάποιος. Ούτε μια δραχμή ούτε μια καραμέλα για τα παιδιά της.


Ό Αντώνης, κάθε φορά, πού γυρνούσε απ' τα χωριά στα οποία υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του. Οί άνθρωποι πάντα του έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Τα παιδιά του άνοιγαν τον τορβά, για να δουν τι είχε μέσα Τα λουκούμια, οι καραμέλες και τα φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, όταν έβρισκε ευκαιρία, τα καταβρόχθιζε μόνος του ό ζωηρός και σωματώδης Νικόλας, το τρίτο παιδί της οικογένειας.


Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές. Δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στ' αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις. Όχι πως υποχωρούσαν συνέχεια και δέχονταν να τους κοροϊδεύουν οί άλλοι, αλλά δεν είχαν εγωισμό και πονηριά.


Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος και αποφασιστικός. Αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες τις εποχές. Και το χειμώνα, πού δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχει από χωριό σε χωριό για τυχόν αγροτοζημιές. Ήθελε να γεμίζει καθημερινά τον τορβά του, γιατί καθημερινά έπρεπε να θρέφει δέκα στόματα Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα Περνούσε πάντα απ' το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση, Ιδίως όταν γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ό μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ' το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να βοηθάει τον πολύτεκνο αγροφύλακα.


Στο μοναστήρι ό Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Παΐσιος άφηνε τον Αντώνη ελεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού απομακρυνόταν απ' το μοναστήρι ό Αντώνης. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε να φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αύτη ή τακτική για αρκετούς μήνες. Κάποτε, όμως, ό μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ' το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια
Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;

Ό Αντώνης, λίγο ανήσυχος, αποκάλυψε:
—Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά Δεν φτάνουν ν' αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.


-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ' την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ' το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.


-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ' αυτό;
-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ' την Παναγία Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ό μοναχός Παΐσιος είχε μείνει κατάπληκτος απ' αυτό, πού άκουσε. Ζήλευε τον Αντώνη για την πίστη του, αλλά και τον καθαρό του νου. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.


Ό Αντώνης, όταν σκότωνε το απαγορευμένο απ' το νόμο ζώο, το σήκωνε στην πλάτη του και κατηφόριζε από ένα δικό του μονοπάτι κοντά στη όχθη του ποταμού Αώου, σ' ένα κρυφό σημείο, οπού κανένας δεν μπορούσε να τον δει . Ήταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω -γύρω υπήρχαν ιτιές και διάφοροι θάμνοι. εκεί ό Αντώνης έγδερνε το αγριοκάτσικο, το κομμάτιαζε και το έβαζε μέσα στους τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε απ' το σπήλαιο, εμφανίζονταν οι αλεπούδες και τα τσακάλια, πού έτρωγαν ότι άφηνε ό λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν και τα κοράκια, πού ζητούσαν το δικό τους μερίδιο.


Ό Αντώνης, φορώντας την υπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν το κρέας, πού κάποτε έφτανε και τα είκοσι κιλά και οδοιπορούσε πολλές ώρες, για να φτάσει στο σπίτι του. Ή ικανοποίηση του ήταν βαθιά και ή ευχαριστία προς την Παναγία αδιάκοπη.


Όταν ό μοναχός Παΐσιος έφυγε απ' το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, συνταξιούχος πια, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ό φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη:


-Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να 'σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά.


Πρεσβ, Διονύσιος Τάτσης.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος


ΝΙΨΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΝΕΟ ΜΗΤΕΡΙΚΟ"

 

Νίψη και πνευματική ζωή στο βιβλίο ΝΕΟ ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ


...Σ' ένα σπουδαίο βιβλίο, «Το Νέον Μητερικόν», πού περιέχει «φοβερές ιστορίες από τον πόλεμο των πειρασμών στην πόλη και στην έρημο», βρήκα διηγήσεις οί οποίες έχουν τόση σχέση με το θέμα μου και θα μου δώσουν την ευκαιρία να διατυπώσω μερικές σκέψεις.

Τις μεταφέρω εδώ, όπως τις έχει μεταφράσει ο καθηγητής και λογοτέχνης Π. Β. Πάσχος.


«Κάποτε, στην ώρα της προσευχής στο κελί του, ο μέγας Μακάριος άκουσε μια φωνή άνωθεν, να του λέγει:
-Μακάριε, πρέπει να ξέρεις, πώς, παρά τις προσευχές και την άσκησή σου, δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα της αρετής, πού έχουν ανέβει εκείνες οι δύο γυναίκες, στη τάδε πολιτεία.


Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, άρπαξε το ξύλινο ραβδί του και πήρε το δρόμο για την πολιτεία εκείνη. Όταν έφτασε, ρώτησε κι έμαθε, που μένουν εκείνες οι γυναίκες και χτύπησε την πόρτα τους. Βγήκε λοιπόν ή μία γυναίκα και τον υποδέχτηκε στο σπίτι, με πολύ χαρούμενο πρόσωπο. Ώσπου να καθίσει ο Γέροντας να πάρει μια ανάσα, ήρθε και ή άλλη. Τότε τις κάλεσε και τις δυο κοντά του και μόλις κάθισαν τους λέει:
—Έκαμα όλο το δρόμο και υπέμεινα τόση κούραση, ώσπου από την έρημο να φτάσω ίσαμε εδώ. Σάς παρακαλώ, λοιπόν, να μου πείτε ποια είναι ή πνευματική σας εργασία και οί αρετές, πού αγωνίζεστε ν' ασκείτε.


Εκείνες απαντούν, με πολλή απλότητα
-Πίστεψε μας, άγιε Γέροντα, πώς δεν μένουμε έξω από τα κρεβάτια των συζύγων μας• ποια εργασία πνευματική λοιπόν, περιμένεις από μας;


Όμως, ο Γέροντας τους έβαλε μετάνοια και τις παρακάλεσε να του φανερώσουν την αρετή τους.


Βλέποντας τότε την πολλή υπομονή του, είπαν στον άγιο Γέροντα
—Εμείς είμαστε ξένες για τούτο τον κόσμο, κ' έτυχε να παντρευτούμε συζύγους, πού ήταν αδέλφια κατά σάρκα' Από τότε, πού ζούμε σε τούτο το σπίτι με τους άνδρες μας, δεν θυμούμαστε να ' χουμε μαλώσει ποτέ μεταξύ μας, ούτε να πούμε άσχημη κουβέντα ή μια στην άλλη• πάντα μας ζούμε, όλα τα χρόνια με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες. Κάποτε μας ήρθε ένας περίεργος λογισμός: Να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι να ζήσουμε. Κάναμε αγώνα και παρακαλέσαμε πολύ τους άνδρες μας να αφήσουν να φύγουμε. Μα δεν τα καταφέραμε να τους πείσουμε. Έτσι, καθώς δεν πετύχαμε αυτό το σκοπό μας, κάναμε μια συμφωνία (οι δυο μας με το Θεό): να μη βγει ποτέ απ' το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος, αδιαφόρετος.


Ακούγοντας τούτα τα λόγια ό άγιος εκείνος Γέροντας, θαύμασε και είπε:
—Αληθινά δεν παίζει κανένα ρόλο το ν' ακολουθεί κανείς τον παρθενικό βίο ή τον έγγαμο, το νά' ναι μοναχός ή κοσμικός, για να του χαρίσει ό Θεός το πνεύμα του και το έλεος του' εκείνο, πού μονάχα ζητάει από μας είναι ή προαίρεση.


Ό Γέροντας οικοδομήθηκε πνευματικά πολύ από την αρετή τους κ' επέστρεψε στο κελί του, στην έρημο δοξάζοντας το Θεό».


Ό μέγας Μακάριος ήταν ενάρετος. Ήταν ό ασκούμενος και προσευχόμενος. Διέτρεχε, όμως, τον πνευματικό κίνδυνο να δεχτεί ότι έχει φτάσει στην ανώτατη κλίμακα των αρετών. και αυτό θα ήταν μεγάλη πτώση. Ή άνωθεν φωνή τον προτρέπει να πάρει το πνευματικό μάθημα από δυο γυναίκες, πού ζούσαν στον κόσμο. Δεν του υπέδειξε κάποιον συνασκητή του ή κάποιον φημισμένο για την αγιότητα του όσιο. Το σχέδιο του Θεού ήταν να παραμείνει ό Γέροντας στην ταπείνωση, να είναι μετριοπαθής και προπαντός ν' αποφεύγει την περιφρόνηση των εν τω κοσμώ αδελφών του. Οι δυο γυναίκες ήταν άγνωστες στον πολύ κόσμο. Κανένας δεν γνώριζε τον καρποφόρο πνευματικό τους αγώνα και οί ίδιες δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχαν αποκτήσει γνήσια αγάπη, με την οποία απέφευγαν τους κοσμικούς λόγους, τη χυδαιολογία και την κατάκριση. Σύμφωνα με τη φωνή του Θεού, ό Γέροντας δεν είχε αποκτήσει την αγάπη, πού είχαν δυο γυναίκες ούτε και τον έλεγχο των λόγων του, παρόλο, πού εκείνες ζούσαν οικογενειακή ζωή και οί σύζυγοι τους δεν συμμερίζονταν τον αγώνα τους. Ό Θεός γνώριζε την αγαθή τους προαίρεση και ήθελε ό ασκητής Μακάριος να διαπιστώσει μόνος του ότι ή προαίρεση είναι πού σώζει τον άνθρωπο,


Ή επιθυμία των δυο γυναικών να ζήσουν σε μοναστήρι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οί σύζυγοι τους, τους έκοψαν την επιθυμία αυτή. Αυτές, όμως, επιδόθηκαν σ' άλλες αρετές και πέτυχαν εκείνο, πού δεν είχε κατορθώσει ο Μακάριος με την πολύχρονη άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή. Οί γυναίκες, που ζούσαν στον κόσμο, αποτέλεσαν φωτεινό παράδειγμα στον μέγα Μακάριο, ό όποιος ζούσε στην αγιοτόκο έρημο!


Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ - ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ!


Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Υπέρμαχος της Ορθοπραξίας αγωνιστής

Επιμέλεια κειμένου : Μυργιώτης Παναγιώτης Μαθηματικός

Η πρώτη Κυριακή των νηστειών της Μ. Τεσσαρακοστής είναι αφιερωμένη, από την Αγία Εκκλησία εις την Ορθοδοξία. Η δεύτερη Κυριακή αφιερώνεται εις τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά γιατί τόσο πολύ αγωνίστηκε και μόχθησε για την Ορθοδοξία, αλλά και γιατί θέλει να υπογραμμίσει ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θεωρία ή ιδεολογία, αλλά ορθοπραξία, δηλαδή αγώνας για βίωση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως και όλοι οι Άγιοι βέβαια, επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο εις την ορθοπραξία, κάνοντας ζωή τα δόγματα της Εκκλησίας εις την οποία με μεγάλο ζήλο επιδόθηκε ο άγιος αυτός. Οι γονείς του αγίου Κωνσταντίνος και Καλλίστη, ήταν ευκατάστατοι και ο πατέρας του ήταν σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β΄ . Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και απέκτησε αξιόλογη μόρφωση Σε ηλικία 17 ετών με εντολή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου, μίλησε για την φιλοσοφία του Αριστοτέλη ενώπιον των σοφών της εποχής και του πρύτανη και
Πρωθυπουργού Μετοχίτη. Η ομιλία του Γρηγορίου καθήλωσε τους πάντες. 
Ο Μετοχίτης μετά την ομιλία είπε ότι, «αν ζούσε ο Αριστοτέλης θα του έλεγε
και αυτός μπράβο».

Ο Γρηγόριος είχε τέσσερα αδέλφια, τον Μακάριο, τον Θεοδόσιο, την Επίχαρη και τη Θεοδότη. Ο πατέρας του κοιμήθηκε όταν ο άγιος ήταν πολύ μικρός, 7 ετών, και την εποπτεία της οικογενείας ανέλαβε ο αυτοκράτορας, ο οποίος διείδε τις ικανότητες του αγίου και τον προόριζε για μεγάλα κοσμικά αξιώματα. Άλλαι οι σκέψεις του αυτοκράτορα και άλλαι του αγίου. Ο άγιος και η υπόλοιπη, κατά σάρκα, οικογένεια εγκατέλειψε τα κοσμικά και αφιερώθηκε εις τον Θεό. Να σημειωθεί ότι ο πατέρας του έλαβε το μοναχικό σχήμα επάνω
στην επιθανάτιο κλίνη. Πρώτος σταθμός της πορείας προς την μετάνοιά του υπήρξε το όρος Παπίκιο της Θράκης και από εκεί πήγε εις το Άγιο Όρος σε διάφορες τοποθεσίες (Βατοπαίδι, Μεγίστης Λαύρας, Γλωσσίαι). Θέλησε να ταξιδέψει εις τα Ιεροσόλυμα και εις το Σινά, αλλά παρέμεινε εις την Θεσσαλονίκη. Το 1326 χειροτονείται ιερέας από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέτη. Γίνεται μέλος
ενός πνευματικού κύκλου , τον οποίο είχε ιδρύσει μαθητής του Γρηγόριου Σιναϊτου με σκοπό την διάχυση της άσκησης της προσευχής εκτός μοναστηριών. Από εκεί με δέκα ιερείς αναχωρεί εις την Βέροια όπου παρέμεινε για πέντε έτη και επιστρέφει εις το Άγιο Όρος. 
Ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος και η αυστηρότητα της άσκησής του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους μοναχούς και αποτραβήχτηκε περί το 1335 στο ησυχαστήριό του στον Άγιο Σάββα. Αργότερα έγινε ηγούμενος στη μονή Εσφιγμένου.

Περί το 1337 το κήρυγμα του Ησυχασμού προσελκύει την προσοχή του Έλληνα λόγιου μοναχού Βαρλαάμ από την Καλαβρία. Ο Βαρλαάμ εις την προσπάθειά του να διορθώσει τους δυτικούς οδηγήθηκε σε νέες αιρέσεις. Ο Γρηγόριος αντάλλαξε επιστολές μαζί του εις την προσπάθειά του να τον φέρει εις την Ορθόδοξη πορεία, μάταια όμως. Ο Γρηγόριος συνέγραψε σειρά έργων αναπτύσσοντας την Ορθόδοξη Αλήθεια και αποδεικνύοντας τα λάθη του Βαρλαάμ. 

Οι θέσεις του Γρηγορίου επικυρώθηκαν από συνόδους της Εκκλησίας.Το 1342 ξεσπά επανάσταση εις την Θεσσαλονίκη κατά της ανάρρησης του Κατακουζηνού εις τον θρόνο με αποτέλεσμα ο Γρηγόριος, ο οποίος είχε εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, να καθυστερήσει τρία ολόκληρα χρόνια η ενθρόνισή του. Εις το διάστημα αυτό ο Άγιος πήγε εις το Άγιο Όρος και εις την Λήμνο. Η Λήμνος στερείτο πνευματικού ηγέτη και ο Γρηγόριος πρόσφερε πάρα πολλά. Βρήκε την ευκαιρία να συγγράψει πολλά έργα. Μετά τρία έτη από τη χειροτονία του, όπως είπαμε, ο Παλαμάς ενθρονίζεται εις την Θεσσαλονίκη. Εκφωνεί την ποιμαντική ομιλία του με τίτλο «Περί της προς αλλήλους ειρήνης» τρεις ημέρες μετά την είσοδό του στην πόλη. Τηρεί ίσες αποστάσεις από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και αποδίδει την διαμάχη «στο μίσος που υπεισήλθε στις καρδιές των ανθρώπων συνεργεία του πονηρού».
Γράφει σχετικά ο πανεπιστημιακός καθηγητής μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός: «Μετά την πτώση των Ζηλωτών, προς τους οποίους ο Παλαμάς φάνηκε ειρηνικός, ο Λαός τον δέχθηκε στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1350) με πανηγυρισμούς. 
Ο Παλαμάς καταδίκασε τα εγκλήματα, που είχαν διαπραχθεί από τους Ζηλωτές, αλλά εισήλθε ως ειρηνευτής στη Θεσσαλονίκη».

Για ένα χρόνο από τον Μάρτιο του 1354 έως τον Μάρτιο του επόμενου έτους ο Παλαμάς είναι αιχμάλωτος των τούρκων εις την Μικρά Ασία. Δίδεται έτσι η ευκαιρία να έχει ενδιαφέροντες διαλόγους για τις σχέσεις Ορθοδοξίας και Μουσουλμανισμού. Εξαγοράστηκε από Σέρβους εμπόρους και αφέθηκε ελεύθερος, επέστρεψε εις την επισκοπή της Θεσσαλονίκης όπου συνέχισε το λαμπρό του έργο ποιμαίνοντας τον Λαό της Θεσσαλονίκης έως την ημέρα της κοιμήσεώς του, 14 Νοεμβρίου 1359 σε ηλικία 63 ετών. Η είδηση του θανάτου του, η
αγγελική βιωτή του και τα πολλά θαύματα κυκλοφόρησαν γρήγορα μεταξύ του Λαού, ο οποίος σχεδόν αμέσως άρχισε να τον τιμά ως Άγιο. Η επίσημη Αγιοκατάταξη έδινε το 1359 με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ορίστηκε η μνήμη του να τιμάται την 14η Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του και την Β΄ Κυριακή των νηστειών της Μ. Σαρακοστής.
Το 2009, μετά από πρόταση της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσσης και Καμπανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενέγραψε εις το αγιολόγιο της Ορθοδόξου εκκλησίας μας και τα μέλη της οικογένειάς του, των γονέων του, και των αδελφών του.

Υπήρξε φλογερός θεολόγος, δεινός ρήτορας και υπέροχος φιλόσοφος. Η προσφορά του εις την Ορθοδοξία εκτιμάται ως εφάμιλλη των τριών Ιεραρχών.
Ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε υπόδειγμα ασκήσεως και προσευχής. Στα συγγράμματά του αναφέρθηκε εκτεταμένα εις την μονολόγιστη ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό» και μας δίδαξε τον τρόπο να προσευχόμαστε αδιαλείπτως. 

Πολλές φορές επαναλάμβανε την ευχή «Κύριε, φώτισον το σκότος μου». 
Η διδασκαλία του συνέβαλε καθοριστικά εις την κατανόηση της διαφοράς μεταξύ θείας ουσίας και θείας ενεργείας.

Υμνολογία

Απολυτίκιο (Ἦχος πλ. δ’.)

Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ,Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Απολυτίκιο της αγίας Οικογενείας των Παλαμάδων

(Ήχος α΄, Της ερήμου πολίτης)

Καλλονή ἡ καλλίπαις καί εὐθύφρον Κωνστάντιε, μέγα ἀθλητά καί θεόπτα, ἱεράρχα Γρηγόριε, Επίχαρις ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὁσία Θεοδότη καί σοφέ, Θεοδόσιε καί Μακάριε ἱερέ, ὑμῶν τά ἆθλα ἄδομεν. Δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς,δόξα ὑμῖν τῷ ἐλλάμψαντι, ἄκτιστον καί ἀΐδιον Αὑτοῦ φῶς τῆς θεώσεως.